συνδρομάς

συνδρομάς
συνδρομάς
proportionals
fem nom sg
συνδρομά̱ς , συνδρομή
tumultuous concourse
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνδρομάς — άδος, ἡ, Α ιδιότυπος τ. θηλ. τού επιθ. σύνδρομος* («πέτρας τὰς συνδρομάδας» δηλαδή τις συμπληγάδες, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σύνδρομος + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. λεπρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • συνδρομάδας — συνδρομάς proportionals fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδρομάδες — συνδρομάς proportionals fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδρομάδων — συνδρομάς proportionals fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνορμάς — άδος, ἡ, A συνδρομάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁρμή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. συμ πληγ άς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”